- χηνήσαι
- Α1. το να καγχάζει κανείς εις βάρος κάποιου2. (κατά τον Ησύχ.) «χηνῆσαικαταμωκήσασθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. χην- τής εκτεταμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χαίνω (βλ. και λ. χάσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek